- εφημερευτής
- ἐφημερευτής, ὁ (Α) [εφημερεύω]1. αυτός που φυλάγει, που επιβλέπει καθ' όλη την ημέρα2. πληθ. οἱ ἐφημερευταίτίτλος ιερέων οι οποίοι διακονούν κατά σειρά σε εβραϊκή γιορτή («ὑποσημαίνοντός τινος τῶν ἐφημερευτῶν προσεύχονται τῷ θεῷ», Φίλ.).
Dictionary of Greek. 2013.